- ρητινούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. αυτός που περιέχει ρητίνες2. αυτός από τον οποίο μπορούν να εξαχθούν ρητίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + -ούχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
ρητινώδης — ες / ῥητινώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥητίνη] 1. όμοιος με ρητίνη 2. αυτός που περιέχει ρητίνη, ρητινούχος … Dictionary of Greek